- αεραέριο(ν)
- το светильный газ
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
αεραέριο ή αέριο Ζίμενς — Αέριο το οποίο ονομάζεται επίσης και φτωχό, εξαιτίας της χαμηλής θερμαντικής ικανότητάς του. Αποτελείται κυρίως από άζωτο, σε ποσοστό 65 70% και μονοξείδιο του άνθρακα (CO) κατά 25% περίπου. Τα υπόλοιπα συστατικά του είναι υδρογόνο, διοξείδιο του … Dictionary of Greek
αέρας — Όρος με πολλές ερμηνείες και χρήσεις. Ο άνεμος που δεν είναι πολύ δυνατός. Τo κλίμα ενός τόπου και μεταφορικά το ψυχολογικό κλίμα. Η εξωτερική εμφάνιση, το ύφος, το παρουσιαστικό. Η τόλμη, η αλαζονεία, η αυθάδεια. Έκφραση της ψυχικής διάθεσης. Η… … Dictionary of Greek